- κρυσταλλώσιμος
- η , ο[ν] кристаллизирующийся
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρυσταλλώσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να κρυσταλλωθεί, να μεταβληθεί σε κρύσταλλο … Dictionary of Greek